Η Αναλογιστική Μελέτη αποτυπώνει μια δημογραφική τάση πολύ δυσμενή για τον κλάδο της επικουρικής ασφάλισης. Ενώ το 2021 η αναλογία ενεργών ασφαλισμένων επικουρικής ασφάλισης προς συνταξιούχους που λαμβάνουν επικουρική σύνταξη είναι 2,67:1, ήδη το 2045 προβλέπεται να μειωθεί σε 1,60:1. Κατά συνέπεια, τα ποσοστά αναπλήρωσης που θα μπορεί να υποστηρίξει η υφιστάμενη διανεμητική επικουρική σύνταξη, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, αναμένεται να μειωθούν.
Η νέα Επικουρική Κεφαλαιοποιητική Ασφάλιση στοχεύει να θωρακίσει εγκαίρως έναντι του δημογραφικού κινδύνου.
Η μετάβαση στο νέο σύστημα σχεδιάζεται να ολοκληρωθεί σταδιακά. Αφορά στους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας και, σε προαιρετική βάση από το 2023, στους ήδη ασφαλισμένους κάτω των 35 ετών. Η σταδιακή μετάβαση αποτυπώνεται στον αργό ρυθμό «ωρίμανσης» της νέας επικουρικής ασφάλισης.
Λόγω της σταδιακής ωρίμανσης του νέου συστήματος, το κόστος μετάβασης της μεταρρύθμισης είναι οπισθοβαρές. (Ως κόστος μετάβασης ορίζεται η επιπρόσθετη χρηματοδότηση που θα απαιτηθεί να χορηγηθεί έμμεσα ή άμεσα από τον Προϋπολογισμό στο παλαιό (NDC) σύστημα, ώστε οι παροχές των ασφαλισμένων και συνταξιούχων που θα παραμένουν σε αυτό να εξακολουθήσουν να υπολογίζονται με τους κανόνες του ισχύοντος συστήματος χωρίς να επηρεαστούν από τη μεταρρύθμιση.)
Στο βασικό σενάριο που εξετάζεται και υποθέτοντας ότι οι αποδόσεις των αποθεματικών του κεφαλαιοποιητικού συστήματος ισούνται με την απόδοση των μακροπρόθεσμων ομολόγων του ελληνικού δημοσίου, το νέο σύστημα θα αποφέρει στους συνταξιούχους παροχή επικουρικής σύνταξης κατά μέσον όρο 10%-15% υψηλότερη από την παροχή που υπολογίζεται χωρίς τη μεταρρύθμιση.